- μαστόρεμα
- το, -ατοςτο να μαστορεύει κανείς, να επισκευάζει, να επιδιορθώνει: Τελειώσαμε χθες με τα μαστορέματα στην πολυκατοικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστόρεμα — το [μαστορεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, επιδιόρθωση, επισκευή, φτιάξιμο 2. μτφ. εξάσκηση, καθοδήγηση, δασκάλεμα … Dictionary of Greek
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek